ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΠΑΘΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ
Όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που ο αδελφικός μου φίλος Τσελεπής (Γιώργος Παναγιωτάκης) μου χάρισε εκείνο το εκατόφυλλο τετράδιο. Πάρτο, μου λέει, για να γράφεις ό,τι σου συμβαίνει και ό,τι θα βλέπεις καθημερινά στα μακρινά υπερπόντια ταξίδια σου. Όταν με το καλό θα ξεμπαρκάρεις, θα τα διαβάσουμε ξανά μαζί, εσύ για να ξαναθυμηθείς και εγώ για να μάθω.
Ήταν βράδυ στις 19 Δεκεμβρίου 1966, όταν μπήκα στο πούλμαν, που από τον Πειραιά θα μας πήγαινε στην Πύλο, να επιβιβαστούμε στο ΑΡΓΩ ΕΛΛΑΣ του Καρρά, ερχόμενο από τη Νέα Ορλεάνη της Αμερικής, με προορισμό την Ινδία, φορτωμένο σιτάρι. Πρώτο μου ταξίδι με μεγάλο φορτηγό καράβι. το κλίμα δεν ήταν καθόλου ευνοϊκό εκείνη την εποχή για τέτοιες αποφάσεις, αφού μόλις προ δέκα ημερών είχε ναυαγήσει στη Φαλκονέρα το επιβατηγό ΗΡΑΚΛΕΙΟ, με εκατοντάδες νεκρούς. Η οικογένειά μου, οι φίλοι μου και σχεδόν όλο το περιβάλλον μου, μου συνέστησαν να το σκεφτώ ακόμα μία φορά πριν φύγω. Εγώ όμως, την απόφασή μου την είχα ήδη πάρει από πολύ παλιά, σχεδόν από μικρό παιδί, όταν άκουγα τη μάνα μου να μου λέει για τον αδελφό της τον ναυτικό, σαν έπαιρνε κανένα γράμμα του ή από τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο πρώτο μου ξάδελφο Πρίαμο, που ήδη ταξίδευε στους ωκεανούς ως υποπλοίαρχος.
Το πρωί φτάσαμε στην Πύλο. Σχεδόν αμέσως μπήκε το πλοίο στον όρμο και με κάποια λάντζα επιβιβαστήκαμε. Έτσι άρχισε το πρώτο μου ταξίδι.
Έμεινα στη θάλασσα πάνω από τριάντα έξι χρόνια, πέρασα όλη την ιεραρχία και ταξίδεψα σχεδόν με όλων των ειδών τα πλοία. Γέμισα πολλά εκατόφυλλα τετράδια και τώρα έχετε στα χέρια σας τις πρώτες θαλασσινές ιστορίες, όπως τις έζησα και τις κατέγραψα στο τετράδιο.
Ο Μιχάλης Μεν. Καρπαθάκης γεννήθηκε στην Άνω Βιάννο Ηρακλείου Κρήτης. Ο πατέρας του τον προόριζε για στρατιωτικό, μιας και ο ίδιος ήταν ανώτατος αξιωματικός του στρατού. Τον Μιχάλη όμως τον κέρδισε πολύ γρήγορα η θάλασσα. Πρώτη ημέρα ανέβηκε τη σκάλα φορτηγού πλοίου στις 20 Απριλίου του 1964. Στις 5 Ιουλίου του 2005, με δάκρυα στα μάτια, κατέβηκε τη σκάλα του τελευταίου πλοίου που κυβερνούσε. Ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, και είχε την τύχη να ταξιδέψει με όλων των ειδών τα πλοία. Παντρεύτηκε την Αγλαΐα Νικ. Σπιθάκη. Απέκτησαν τρεις θαυμάσιους γιούς και, για την ώρα, τρία εγγόνια. Από την ημέρα της συνταξιοδότησής του, μένει στο χωριό του.
Ά έκδοση, 2015, ΝΗΜΕΡΤΗΣ